- ξαναζεσταίνω
- μετ.1) подогревать (тж. перен. ), разогревать; 2) снова отогревать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναζεσταίνω — (Μ ξαναζεσταίνω) 1. ζεσταίνω ξανά, αναθερμαίνω 2. μτφ. κάνω κάτι να εξαφθεί, να ζωηρέψει … Dictionary of Greek
αναθάλπω — (Α ἀναθάλπω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω αρχ. περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ανάθαλψη ( ις)] … Dictionary of Greek
αναθερμαίνω — (Α ἀναθερμαίνω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω νεοελλ. αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + θερμαίνω. ΠΑΡ. αναθέρμανση ( ις)] … Dictionary of Greek
αναπυρακτώνω — πυρακτώνω εκ νέου, αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα* + πυρακτώνω. Η λ. αναπυρακτώ( όω) μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη. ΠΑΡ. αναπυράκτωση] … Dictionary of Greek
αναχλιαίνω — (Α ἀναχλιαίνω) κάνω ή ξανακάνω κάτι χλιαρό, ζεσταίνω ή ξαναζεσταίνω ελαφρά … Dictionary of Greek
επαναθερμαίνω — ἐπαναθερμαίνω (Α) ξαναζεσταίνω, θερμαίνω πάλι … Dictionary of Greek
αναθερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. ξαναζεσταίνω: Οι σχέσεις τους τελευταία αναθερμάνθηκαν. 2. αναζωπυρώνω: Τα επεισόδια αυτά αναθέρμαναν το μεταξύ των δύο αυτών λαών μίσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)